- παραθέριση
- ηη παραμονή στην εξοχή κατά το καλοκαίρι, παραθερισμός, ξεκαλοκαίριασμα: Η παραθέριση στο βουνό ωφελεί τα καχεκτικά παιδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραθέριση — η [παραθερίζω] παραθερισμός … Dictionary of Greek
παραθέρισμα — το βλ. παραθέριση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραθερισμός — ο καλοκαιριάτικη διαμονή στην εξοχή, βλ. παραθέριση: Με τα έκτακτα γεγονότα το καλοκαίρι του 1974 διακόψαμε όλοι τον παραθερισμό μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)